Στην φωτογραφία είναι:
Πάνω αριστερά: Εμμανουήλ Δημήτριος, Αργύριος Κόλκας, Ευθύμιος Καούδης οπλαρχηγός από Κρήτη.
Δεύτερη σειρά αριστερά: Δήμος Ευαγγέλου, Βασίλειος Νικολαϊδης, Πασχάλης Μηλιόπουλος, διακρίνεται λίγο Τούρκος Φιλέλληνας.
Κάτω αριστερά: Γιάννης Γρομπανόπουλος αυτόν που κρέμασαν οι Τούρκοι στον ¶γρα, Μιχάλης Τύπου, Γρηγόρης Βαϊνάς, και ο Χρήστος Παναγιωτίδης.
Εκτός του Τούρκο, και τον Ευθύμιο Καούδη από Κρήτη όλοι οι άλλοι ήσαν από τα Ασπρόγεια, φωτογραφία κάπου το 1903.
Διευκρινήσεις
lον O διαχωρισμός σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς ξεκίνησε από την Βουλγαρία. Εδώ πρέπει να πούμε πως η Βουλγαρία από Εθνική έχθρα προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ήταν πάντοτε Ελληνικής καταγωγής, απεσχίθηκε από το πατριαρχείο δεν αναγνώριζε πλέον τον πατριάρχη κι έκτοτε διοικείται από έξαρχο, αυτός είναι ο λόγος που ονομάστηκαν εξαρχικοί, και όσοι έμειναν πιστοί στον πατριάρχη, πατριαρχικοί (σελ. 117 παράγραφος 1).
2ον Ο Λάμπρος Νάτσης κατά την αφήγηση της αδερφής του, Αναστασία Ιωαννίδου (παρ' όλα τα χρόνια της έχει πλήρης πνευματική διαύγεια, γεννήθηκε το 1906). ο αδερφός της λέει δεν τραυματίστηκε στην Μικρά Ασία αλλά μέσα στον Ελλαδικό χώρο, κατετάγη στο στρατό μόλις 16 ετών υπηρέτησε πέντε χρόνια (τότε υπηρετούσαν πολλά χρόνια) πολύ γεροδεμένο παιδί προσφερόταν για όλες τις δουλειές, προπαντός τις μεταφορές τις μεταφορές διότι δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα, αυτό ήταν αιτία που τραυμάτισε βαριά την ωμοπλάτη και την σπονδυλική στήλη, δεν έδειχνε και όταν τον κατάλαβαν ήταν πλέον αργά, παρ' όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν δεν επανέκτησε την υγεία του, γι' αυτό το λόγο το κράτους του είχε χορηγήσει σύνταξη και περίπτερο στην Φλώρινα. Και ο σύζυγος της Αναστασίας, Παντελής Ιωαννίδης μόλις είχε απολυθεί από το στρατό στη Ρωσία όπου υπηρέτησε, θέλησε να δουλέψει εκεί, όταν πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους, το πιθανότερο τον πέρασαν για κατάσκοπο, τον έσερναν από φυλακή σε φυλακή και το, τι πέρασε, όπως έλεγε ο ίδιος δεν λέγεται, γύρισε στο χωριό μετά από είκοσι χρόνια, τα περισσότερα τα έζησε στις διάφορες φυλακές, έτσι ποτέ δεν επανέκτησε πλήρες την υγεία του. Ο Χρήστος Μπούρτης από το Σκλήθρο ήταν παντρεμένος με Ασπρογείτισα την Ανετα Μανοπούλου, σκοτώθηκε μαζί με τους Ασπρογείτες, Κώστα Ζεζόπουλο ή Ιωαννίδη, τον Χρήστο Μηνά και τον Λεχοβίτη Γιώργο Οικονόμου, που κι αυτός ήταν παντρεμένος με Ασπρογείτισα την Ελένη Τεφτίκη, την ωραία Ελένη όπως την αποκαλούσαν (σελ. 57 παρ.2)
3ov Ο Κυριάκος Τανόπουλος έκανε δώδεκα χρόνια στο στρατό, όχι εννιά. Εννιά ήταν τα χρόνια της αιχμαλωσίας τους, παρ' όλο που υπέστη πολλά βασανιστήρια προπαντός το πετάλωμα, όχι μόνο επέζησε αλλά επανέκτησε σε μεγάλο βαθμό την υγεία του, και όταν το 1942-43 είχαν έρθει οι Γερμανοί στο χωριό είχαν μαζέψει κάπου είκοσι παιδιά στην πλατεία του χωριού τα βαλαν στην σειρά, ο Κυριάκος που ήταν τότε πρόεδρος του χωριού, στην προσπάθεια του να γλιτώσει τα παιδιά, φοβήθηκε πως θα τα σκοτώσουν, έκανε μια απεγνωσμένη κίνηση, που δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι προπαντός στην εποχή μας θα είχαν το κουράγιο και την τόλμη να το κάνουν. Σταθείτε τους είπε, παίρνει τα δύο του παιδιά τον Τρύφο και τον Γιάννη τα βάλε μπροστά από τους άλλους και τους λέει. Σκοτώστε πρώτα τα δικά μου παιδιά, μετά κι εμένα, μόνο σας παρακαλώ αφήστε τ' άλλα παιδιά να ζήσουν, γιατί κανείς δεν φταίει σε τίποτα (σημειωτέων ότι ο Τρύφος ήταν μόλις 10 χρονών) ξάπλωσε και ο ίδιος κάτω και περίμενε την εκτέλεση, αυτό, πέραν του ότι ξάφνιασε τους Γερμανούς, φαίνεται και τους συγκίνησε γιατί τους άφησαν όλους ελεύθερους. Φυσικά δεν ήταν πρώτη φορά που μάζευαν κόσμο οι Γερμανοί, αλλά είπαν, πρώτη φορά είδαν άνθρωπο να θυσιάζει δικά του παιδιά για να γλιτώσουν ξένα. Κι ένα τραγούδι που αναφέρεται στα δραματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο ποταμό Σαγκάριο, το κράτησε στη μνήμη της, το όσο το κράτησε, γιατί πέρασαν πολλά χρόνια, η κόρη του Γιώργου Δάνη, Πολυξένη Κόλκα που το άκουγε από τον πατέρα της και πολλούς άλλους παππούδες, όταν μαζεύονταν στις ονομαστικές γιορτές στο πατρικό της σπίτι, που το λέγαν με πολύ καημό και πόνο, παρ' όλη την χιουμοριστική διάθεση που ποτέ δεν τους έλειψε, γιατί τους θύμιζε τα παιδιά που χάθηκαν κι άλλα που πνίγηκαν εκεί στον ποταμό Σαγκάριο μετά τα βασανιστήρια που τους έκαναν οι Τούρκοι, και είναι το εξής παρακάτω:
Στη Σμύρνη σφάζονται αρνιά
στη Προύσα τα κριάρια,
και στο Σαγκάριο ποταμό, σφάζονται παλικάρια.
¶ι ποτάμι σιγανό και συρματοπλεγμένο,
συ τρως τα παλικάρια μας, ανάθεμα, αναθεματισμένο
Στη Σμύρνη σφάζονται αρνιά,
στην Πόλη τα κριάρια
και στον Σαγκάριο ποταμό σφάζονται παλικάρια
Σαγκάριε Σαγκάριε για στρέψε τα νερά σου
για να περάσει ο στρατός στην πέρα όχθη πάλι.
Βαδίζουν τα συντάγματα κι όλες οι μεραρχίες
οβίδες φέρτε βρε παιδιά στις πυροβολαρχίες.
Κι εσύ Κεμάλι Μουσταφά για έβγα με τα κιάλια
κι έλα να δεις τους Έλληνες πως πολεμούν
πως πέφτουν σαν λιοντάρια.
(σελ. 58-59)
4ον Επίσης το πλατάνι στην πλατεία του χωριού το φύτεψε ο Χρήστος Κ. Γιώβης και όχι ο Γιάννης Βαϊνάς ή Βλαχόπουλος, ο Γιάννης το αγόρασε από έναν φίλο του, Τούρκο φιλέλληνα, που ήθελε σώνει και καλά να μείνει στην Ελλάδα, κι όντως έμεινε στην Κομοτηνή, με πολλές ευχές από τον Τούρκο, όπως χαρακτηριστικά του είπε. Σου εύχομαι καρτάσι μου Γιάννη, να στείλει βαθιές ρίζες, ν' απλώσει να φυτρώσει, να στείλει κλώνους και κλωνιά και τίποτα να μην μπορεί να το χαλάσει τους είπε και πως πρέπει να το φροντίσου, γιατί μέχρι τότε πολλοί φύτεψαν κανένα όμως δεν έπιασε. Έτσι το πήρε ο Γιάννης το έδωσε στον Χρήστο να το φυτέψει για λογαριασμό του, όντως το έφερε ο Χρήστος το φύτεψε, το φρόντισε, έπιασε και γρήγορα μεγάλωσε. Ο Γιάννης Βαϊνάς ή Βλαχόπουλος (πατέρας της πεθεράς μου) όπως έχω αναφέρει στην σελ. 143 για να μπορεί να αποσπά πληροφορίες από τους Βουλγάρους πήγαινε με σημαδεμένο όπλο και για ν' αποφύγει δυσάρεστες συναντήσεις, δεν ερχόταν καθόλου στο σπίτι, χειμώνα καλοκαίρι με βροχές με χιόνια κοιμόταν στο βουνό μέσα στο κρύο προπαντός στα νεκροταφεία για μεγαλύτερη ασφάλεια, έτσι έχασε την υγεία του και σύντομα και την ζωή του. Το πλατάνι όμως έμεινε κι έγινε τεράστιο, έτσι τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού όλοι μας απολαμβάνουμε την δροσιά του καθισμένοι στα παγκάκια κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του, και μας θυμίζει το δώρο του Γιάννη, τις ευχές του Τούρκου και την φροντίδα και το μεράκι του Χρήστου Γιώβη.
5ον Ο τάφος του Παύλου Μελά βρίσκεται στην Καστοριά στο βόρειο τοίχο του Ναού των Ταξιαρχών, απέναντι από την Μητρόπολη. Στην Καστοριά μεταφέρθηκε από εξαγριωμένο Τούρκικο απόσπασμα τις 23 Οκτωβρίου 1904, μετά από πολλές έρευνες, που έκαναν στην Στάτιστα με ξυλοδαρμού απειλές, κατάφεραν μόνοι τους να το ανακαλύψουν, καινά ξεθάψουν το ακέφαλο σώμα του Μελά, γι' αυτό και δεν ήσαν εντελώς σίγουροι ότι ήταν το σώμα του Μελά, το πήγαν όμως αλαλάζοντας στην Καστοριά, όπου εκεί ο Δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης (κατά κόσμο Κώστας Γεωργίου) εξεγείροντας τα πλήθη, απαίτησε και πέτυχε με τον κατάλληλο χειρισμό, να του παραδοθεί το σώμα του Μελά και να ταφή κατά την τάξη της ορθοδοξίας. Το κεφάλι είχε καταφέρει ο Ντίνος Στεργίου που ήταν από την Στάτιστα να το μεταφέρει κρυφά μαζί με τον καπετάν Παύλου Κύρου από το Αντάρτικο και να το ενταφιάσουν στο Πισοδέρι. Το 1907 η Ναταλία χήρα του Μελά ήρθε στην Καστοριά, ξέθαψε την κεφαλή του Μελά και κατάφερε μυστικά να την μεταφέρει από το Πισοδέρι στην Καστοριά και να ταφή με το υπόλοιπο σώμα του Μελά. Το 1972 πέθανε και η Ναταλία, μετά λίγα χρόνια η κόρη της Ζέζα, Ζωή όταν έγινε η ανακομιδή των λειψάνων της μητέρας της, μετέφερε από την Αθήνα τα λείψανα στην Καστοριά και τα ενταφίασαν δίπλα στον Μελά τον σύζυγο της, όπως το είχε ζητήσει η ίδια πριν πεθάνει. Το μνημόσυνο τέλεσε ο ιερέας του χωριού μας Βασίλειος Βολιώτης, κατά εντολή του Δεσπότη Καστοριάς Γρηγόριο τον δεύτερο, όπως χαρακτηριστικά του είπε. ¶ιντε παπά αυτή είναι δική σου μία και είσαι από τα Ασπρόγεια, και όπως λέει ο ίδιος ο παπάς το θεώρησε μεγάλη τιμή. ¶ξιο αναφοράς είναι ότι η Ζέζα κόρη της Ναταλίας ρωτούσε τον παπά Βασίλη για όλους τους Μακεδονομάχους έναν προς έναν με τ' όνομα τους να μάθει για την υγεία τους, αν ζουν, πως είναι κ.λπ. διηγείται ο παπά Βασίλης χωρίς να μπορεί να κρύψει την συγκίνηση του. Όπως δεν μπορεί να κρύψει την συγκίνηση του όταν μιλάει για μια ασημένια αλυσίδα ρολογιού τσέπης που φοράει, δώρο του οπλαρχηγού Τσόντα Βάρδα (Γιώργο Τσόντο) από την Κρήτη, δώρο, προς τον θείο του παπά Βασίλη, Γιώργο Βολιώτη κατά τον Μακ. αγώνα, που με την σειρά του, χάρισε την ημέρα που χειροτονήθηκε ιερέας, έκτοτε δεν την έχει αποχωριστεί ούτε στιγμή, και όπως λέει ο ίδιος ο παπάς θα την αποχωριστεί μόνο όταν πεθάνει.
Μικρές απλές, αληθινές ανθρώπινες ιστορίες που κεντάνε τον καμβά και συμπληρώνουν το παζλ της, ιστορίας του κάθε χωριού, της κάθε πόλης, και μένουν στις καρδιές των ανθρώπων, χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη μας, κρατώντας έτσι, άσβεστη την φλόγα και την αγάπη για την Πατρίδα και την Λευτεριά, μεταλαμπαδεύοντας και στους νεότερους ακριβώς τα ίδια συναισθήματα.
Σταυρούλα Βαϊνά Αρβανιτάκη
Υ.Γ. Στάτιστα είναι το σημερινό χωριό Μελά, που προς τιμήν του πήρε την ονομασία αυτή. Ανταρτικό είναι το παλιό Ζέλοβο